- ανασταδόν
- ἀνασταδὸν (Α) [ανίστημι]το να στέκεται κανείς όρθια, όρθιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνασταδόν — standing up indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek